ιεροτελεστής

ιεροτελεστής
ο (Α ἱεροτελεστής)
νεοελλ.
αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας
αρχ.
(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -τελεστής (< τελώ), πρβλ. Ορφεο-τελεστής, χριστο-τελεστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ιεροτελεστία — η (Μ ἱεροτελεστία) [ιεροτελεστής] τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία μσν. 1. ιερολογία 2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • στολιστής — ὁ, Α [στολίζω] ιερέας που στόλιζε τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγε τις ιερατικές ενδυμασίες και τα ιερά σκεύη, αλλ. ιεροτελεστής ή ιεραπόστολος …   Dictionary of Greek

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… …   Dictionary of Greek

  • τελετάρχης — ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. αυτός που διευθύνει τελετή μσν. αρχ. 1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.) 2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι τάξη θείων όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή +… …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՒԻՐԱԿԱՏԱՐ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0451 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա.գ. ἰεροτελεστής sacerdos, sacrorum collator, qui sacris initiat. Կատարիչ նուիրաց եւ նուիրական իրաց, կամ անձանց. սրբազնակատար. նուիրագործօղ. քահանայ. *Աստուածայնոցն կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՆՈՒԻՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0452 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ն. ἀγιάζω, καθαγιάζω sanctifico, consecro. Մատուցանել զո՛ր եւ է նուէրս, աստուծոյ, կամ եկեղեցւոյ, կամ մարդոյ. ձօնել. ընծայել. տալ, կամ ուխտել զիմն կամ զանձն. որ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՐԲԱԶՆԱԿԱՏԱՐ — ( ) NBH 2 0759 Chronological Sequence: 8c, 11c, 13c ա. ἰεροτελεστής sacra perficiens, initiator, praeceptor sanctus. Կատարօղ սրբազան պաշտամանց եւ խորհրդոց. նուիրակատար. սրբազնագործ. սուրբ վարդապետ կամ հայրապետ. *Մովսէս օրինականն սրբազնակատար:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”